- λαφύρου
- λαφύ̱ρου , λάφυραspoilsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαουμαντίτης ή λωμοντίτης — Ένυδρο ορυκτό αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου που ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων και έχει τύπο Ca(AlSi2O6)2.4H2O. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σε κρυστάλλους επιμήκεις, αλλά βρίσκεται και σε ραβδοπαγή ή γεώδη συσσωματώματα. Το νερό που… … Dictionary of Greek